- προγραφῆς
- προγραφήpublic noticefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προγραφή — η, ΝΜΑ [προγράφω] 1. (αττ. δίκ.) η δημόσια αναγραφή τής καταδίκης φυγοδίκου και η εκποίηση τής περιουσίας του με δημοπρασία 2. (στη Ρώμη) η εξόντωση, συνήθως πολιτικών αντιπάλων, χωρίς δίκη και με μόνη την ανάρτηση καταλόγου τών ονομάτων τους… … Dictionary of Greek
ՏԱՐԱԳԻՐ — ( ) NBH 2 0851 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c ա. προγραφής proscriptus ἑκκήριττος voce praeconis expulsus, abdicatus ἕκφυτος . կամ ἕφυλος extorris. եւ բայիւ ἁποκηρύττω, προγράφω proscribo ἑξίστημι, ἑξίσταμαι… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)